- συγκυρίαρχος
- οσυνεξουσιαστής: Οι Ρώσοι έγιναν συγκυρίαρχοι του κόσμου μαζί με τους Αμερικανούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγκυρίαρχος — η, ο, Ν [κυρίαρχος] ο από κοινού κυρίαρχος … Dictionary of Greek
συγκυριαρχία — Θεσμός του Διεθνούς Δίκαιου, σύμφωνα με τον οποίο δύο κράτη ασκούν κυριαρχία με ίσα δικαιώματα και εξουσίες και με αποφάσεις που παίρνουν από κοινού οι εκπρόσωποι τους, σε μια ξένη εδαφική κοινότητα. Με την επιβολή της, τα μέλη της τελευταίας δε… … Dictionary of Greek